ζούλισμα

ζούλισμα
το, -ατος
βλ. ζούλημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζούλισμα — το [ζουλίζω] ζούληγμα, συμπίεση, σύνθλιψη …   Dictionary of Greek

  • ζούληγμα — και ζούλημα και ζούλισμα, το [ζουλώ] συμπίεση, σύνθλιψη …   Dictionary of Greek

  • έλαιο — το 1. λιπαρό υγρό που παράγεται από τη συμπίεση (ζούλισμα) του καρπού της ελιάς, ελαιόλαδο, λάδι της ελιάς. 2. κάθε ρευστή και λιπαρή ύλη, που μοιάζει με το έλαιο: Ορυκτό έλαιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκχυλίζω — εκχύλισα, εκχυλίστηκα, εκχυλισμένος, μτβ. 1. μεταβάλλω κάτι σε χυλό. 2. βγάζω χυλό από φυτό, καρπό, κρέας κτλ. με συμπίεση (ζούλισμα) ή ψήσιμο ή απόσταξη κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελαιουργία — η 1. η βιομηχανική παραγωγή λαδιού (ζούλισμα, διύλιση, διαχωρισμός σε ποιότητες κ.ά.). 2. κλάδος της γεωπονίας που ασχολείται με τα προβλήματα της βιομηχανίας λαδιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζούλημα — ζούλημα, το και ζούληγμα, το και ζούλισμα, το, ατος πίεση που ασκείται σε κάποιο αντικείμενο και το αποτέλεσμά της: Τα φρούτα που αγόρασες έχουν ζουλήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”